υπομνηστικός

υπομνηστικός
-ή, -ό / ὑπομνηστικός, -ή, -όν, ΝΜΑ [ὑπομιμνήσκω]
αυτός που υπενθυμίζει κάτι ή αυτός που χρησιμεύει για υπόμνηση
μσν.
προειδοποιητικός
μσν.-αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ ὑπομνηστικόν
υπόμνημα
αρχ.
1. ιατρ. αυτός που προξενεί κάτι
2. το ουδ. ως ουσ. διαταγή, εντολή.
επίρρ...
υπομνηστικώς / ὑπομνηστικῶς ΝΑ, και υπομνηστικά Ν
με υπομνηστικό τρόπο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ὑπομνηστικός — awakening the recollection masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υπομνηστικός — ή, ό επίρρ. ά αυτός που χρησιμεύει για υπόμνηση (βλ. λ.): Υπομνηστική σημείωση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ὑπομνηστικά — ὑπομνηστικός awakening the recollection neut nom/voc/acc pl ὑπομνηστικά̱ , ὑπομνηστικός awakening the recollection fem nom/voc/acc dual ὑπομνηστικά̱ , ὑπομνηστικός awakening the recollection fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπομνηστικώτερον — ὑπομνηστικός awakening the recollection adverbial comp ὑπομνηστικός awakening the recollection masc acc comp sg ὑπομνηστικός awakening the recollection neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπομνηστικῶν — ὑπομνηστικός awakening the recollection fem gen pl ὑπομνηστικός awakening the recollection masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπομνηστικόν — ὑπομνηστικός awakening the recollection masc acc sg ὑπομνηστικός awakening the recollection neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπομνηστικαί — ὑπομνηστικός awakening the recollection fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπομνηστικοῖς — ὑπομνηστικός awakening the recollection masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπομνηστικοί — ὑπομνηστικός awakening the recollection masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπομνηστικοῦ — ὑπομνηστικός awakening the recollection masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”